- δακρυρροή
- δακρυρροή, η (Α)η δακρύρροια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δακρυρρόη — η αρχιτ. η κάτω επιφάνεια τού γείσου, αυλακωμένη έτσι ώστε να στάζουν τα νερά τής βροχής στο έδαφος σε μικρή απόσταση από τη βάση τού τοίχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + ροή (πρβλ. υδρορρόη)] … Dictionary of Greek
δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… … Dictionary of Greek